- αναπνευστικό ένζυμο
- τοAtmungsenzym n
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες … Dictionary of Greek
αναερόβιοι οργανισμοί — Οργανισμοί που κατορθώνουν να μεγαλώνουν παρά την απουσία ελεύθερου οξυγόνου. Ορισμένα βακτήρια έχουν την ικανότητα να παρουσιάζουν αναπνευστικό μεταβολισμό κάτω από εντελώς αναερόβιες συνθήκες, χρησιμοποιώντας θειικές και νιτρικές ενώσεις, καθώς … Dictionary of Greek